- ένδοξος
- -η, -οεπίρρ. -α που έχει δόξα, δοξασμένος, φημισμένος, ξακουστός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔνδοξος — held in esteem masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… … Dictionary of Greek
ἐνδοξότερον — ἔνδοξος held in esteem adverbial comp ἔνδοξος held in esteem masc acc comp sg ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξοτάτων — ἔνδοξος held in esteem fem gen superl pl ἔνδοξος held in esteem masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξοτέραις — ἔνδοξος held in esteem fem dat comp pl ἐνδοξοτέρᾱͅς , ἔνδοξος held in esteem fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξοτέρων — ἔνδοξος held in esteem fem gen comp pl ἔνδοξος held in esteem masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότατα — ἔνδοξος held in esteem adverbial superl ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδοξότατον — ἔνδοξος held in esteem masc acc superl sg ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδόξως — ἔνδοξος held in esteem adverbial ἔνδοξος held in esteem masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδοξον — ἔνδοξος held in esteem masc/fem acc sg ἔνδοξος held in esteem neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)